- εκατοστύς
- ἑκατοστύς, η (Α)1. η εκατοντάδα2. υποδιαίρεση κοινότητας ή φυλής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑκατοστύς — ἑκατοστύ̱ς , ἑκατοστύς a hundred fem acc pl ἑκατοστύς a hundred fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατοστύας — ἑκατοστύς a hundred fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατοστύες — ἑκατοστύς a hundred fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατοστύος — ἑκατοστύς a hundred fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατοστύσι — ἑκατοστύς a hundred fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατοστύσιν — ἑκατοστύς a hundred fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατοστύων — ἑκατοστύς a hundred fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
στοιχώ — στοιχῶ, έω, ΝΑ [στοῑχος] (στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.) νεοελλ. 1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ἑκατοστύι — ἑκατοστύϊ , ἑκατοστύς a hundred fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)